Όταν έπαιζαν κρυφτό στην εκκλησία πήγαινε πίσω απ’ την τεράστια κολόνα και έμενε ακίνητη για ώρες.

Εκείνος έβαζε την καρέκλα του μπροστά απ’ τη μπαλκονόπορτα και κοιτούσε το τζάμι, τη βροχή και την απέναντι πολυκατοικία. Κάποια στιγμή πάντα χτυπούσε το τηλέφωνο, ξανά και ξανά, σαν κάποιος να επέμενε για ώρα – αλλά αυτός έμενε ακίνητος στην καρέκλα και δεν το σήκωνε ποτέ.

Τον ξέρω πολλά χρόνια αλλά έχω δει μόνο την πλάτη του. Κοιτάει πάντα απ’ την άλλη μεριά.

Η κολόνα ήταν τεράστια. Έπαιρνες ώρες να κάνεις το γύρο της. Αναρωτιόταν πόσο μεγάλες να ήταν οι ρίζες της και πώς ήταν ο αέρας εκεί που τελείωνε.

Καλημέρα.
Καλημέρα.
Ποιος είσαι;
Εγώ είμαι.
Εσύ ποιος είσαι;
Εγώ.
Καλημέρα.
Καλημέρα.

Η πλάτη του είναι πολύ φαρδυά. Φαίνεται πολύ ανοιχτόκαρδος άνθρωπος. Τα μαλλιά του είναι πυκνά και τα πόδια του είναι γερά στυλωμένα στο πάτωμα. Φοράει ένα γκρίζο πουλόβερ. Είναι μόνος στο σπίτι. Έξω από το σπίτι πάντα βρέχει.

Μια μέρα η κολόνα γέμισε χιλιάδες σαλιγκάρια που σέρνονταν όλα μαζί προς τα πάνω.Το σάλιο τους γυάλιζε στο φως. Προσπάθησα να τα μετρήσω αλλά δεν τα κατάφερα. Βιαζόμουν, έπρεπε να φύγω. Το βράδυ που γύρισα δεν ήταν εκεί. Είχαν μάλλον φτάσει πολύ ψηλά.

Εγώ είμαι στο τηλέφωνο.
Όχι, δεν είσαι εσύ — δεν είναι κανείς.

Στην απέναντι πολυκατοικία υπάρχει μια κάμερα κι ένας σκύλος. Μου αρέσει να με κοιτάει η κάμερα στα μάτια. Κι ο σκύλος είναι πολύ ήσυχος. Δε γαυγίζει ποτέ.

Έμαθα πως στη λαϊκή πουλάνε σεντόνια με το μέτρο. Θα αγοράζω δέκα μέτρα τη βδομάδα. Όταν θα έχω αρκετά θα τα δέσω όλα μαζί και θα φτιάξω ένα μεγάλο σκοινί. Θα το καρφώσω κάτω, δίπλα στην κολόνα, και θα περπατήσω γύρω απ’ αυτήν μέχρι να το ξαναβρώ.

Δε θα το κάνεις αυτό γιατί αν το κάνεις δε θα σταματήσεις ποτέ.
Όχι, δεν έχεις δίκιο. Θα το κάνω μόνο όταν βρέχει.
Καλά.
Καλά.

Μια μέρα άρχισε να μπαίνει νερό απ’ τη μπαλκονόπορτα και τα σανίδια φούσκωσαν. Μερικά άρχισαν να ξεκολλάνε. Από κάτω ήταν κρυμμένο ένα τενεκεδένιο κουτί.

Είναι δικό μου.
Δε θα το ανοίξεις;
Όχι.
Είναι δικό σου. Άνοιξέ το.
Όχι.
Θέλω να το ανοίξεις.
Εγώ όχι.

Γύρω απ’ την κολόνα είναι μαζεμένοι εκατοντάδες άνθρωποι με χάρτινα φαναράκια και τραγουδάνε. Ξαφνικά σκορπίζουν. Έχει αρχίσει να βρέχει.

Γιατί δε σηκώνεις το τηλέφωνο;
Δε θέλω.
Μπορεί να είναι κάτι σημαντικό.
Όχι.
Πώς είσαι τόσο σίγουρος;
Δεν είμαι σίγουρος.

Τα μαλλιά του δε μακραίνουν, μένουν πάντα ίδια. Τον ξέρω πολλά χρόνια, δεν έχει αλλάξει καθόλου. Έχει πολύ ίσια πλάτη… Δεν κάθεται ποτέ σταυροπόδι. Και τα χέρια του, δεν τεντώνει ποτέ τα χέρια του. Έξω από τη μπαλκονόπορτά του βρέχει.

Βάλε τουλάχιστον ένα χαλάκι κάτω απ’ τα πόδια σου, θα κρυώσεις.
Όχι.
Μα είναι βρεμμένο το πάτωμα.
Ναι. — Κάτω απ’ το πάτωμα έχω κρύψει ένα τενεκεδένιο κουτί.
Τι έχει μέσα;
Τίποτα.
Μπορώ να το ανοίξω;
Όχι, μόνο εγώ μπορώ να το ανοίξω.

Δε σου φτάνει ο χρόνος για να πας εκεί που τελειώνει η κολόνα.
Το ξέρω. Ίσως αν καταφέρω να βρω πόση είναι η διάμετρός της να μάθουμε κάτι παραπάνω για το ύψος της.

Ένα πρωί όλοι όσοι ξύπνησαν είδαν πως η κολόνα ήταν καλυμμένη με στένσιλ. Ένα κοριτσάκι μουντζουρωμένο με σπρέυ κοιμόταν λίγο πιο πέρα. Έφεραν κουβάδες και σφουγγάρια κι άρχισαν να καθαρίζουν. Μέχρι το βράδυ είχε ασπρίσει.

Εμένα μ’ άρεσε περισσότερο έτσι…
Ναι.
Θέλω να με κοιτάξεις.
Ναι.
Τι θα πει ναι;
Το ξέρω.
Θα γυρίσεις;
Όχι.

Πριν γεννηθεί ο Σ. ήταν πάρα πολύ μικρός. Αόρατος, μικρός σαν κόκκος άμμου, μικρός σαν γραμματόσημο, σαν καρυδότσουφλο, σαν αντίχειρας, σαν άτριχο γατί με κλειστά μάτια ‒ και κυρίως μικρότερος απ όλα τ’ άλλα έμβρυα.

Όταν γεννήθηκε συνέχισε να είναι πάρα πολύ μικρός. Τα δάχτυλά του ήταν διάφανα. Κανένας γιατρός δεν είχε δει τόσο μικρά δάχτυλα να κουνιούνται. Η ανάσα του δεν ακουγόταν, έπρεπε κανείς να πάει πάρα πολύ κοντά αλλά και πάλι δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πως ανέπνεε. Αποφάσισαν να μην τον αγγίζουν πολύ συχνά από φόβο μήπως σπάσει˙ τον έβαλαν μέσα σ’ ένα γυάλινο κουτί και περίμεναν να μεγαλώσει.

Το σώμα του μεγάλωνε πολύ αργά, αλλά μέσα στο κεφάλι του οι εγκεφαλικές συζυγίες, τα διάφορα αγγεία και οι μήνιγγες πολλαπλασιάζονταν με υπερβολικά γρήγορους ρυθμούς˙ αυλάκια βάθαιναν, σκοτεινά τούνελ διακλαδώνονταν φτιάχνοντας γιγάντια δέντρα, κορυφές βουνών μαγείρευαν φρικτές αστραπές.

Φασκιωμένος μέσα σε γυαλί και πλαστικό, μακρυά απ’ τους ανθρώπους, ανάμεσα σε παράξενους βόμβους, μπάσσα βουητά και μακρόσυρτους, υψίσυχνους ήχους άρχισε να εφευρίσκει το χρόνο και να καταλαβαίνει πως μάλλον δεν θα ερχόταν κανείς όσο και να έκλαιγε, για πολύ, πολύ καιρό ‒ δηλαδή ποτέ.

Μερικούς μήνες μετά, σύμφωνα με το γρηγοριανό ημερολόγιο, τον έβγαλαν από εκεί, και είπαν στους γονείς του πως ήταν έτοιμος να πάει σπίτι. Ήξερε ήδη να μιλάει, αλλά δεν έλεγε λέξη για να μην τους τρομάξει. Ήταν ακόμα μικρότερος από τα άλλα μωρά. Όλοι σχολίαζαν τα χέρια του ‒ πώς γίνεται να υπάρχουν τόσο μικρά δάχτυλα, κοίτα, το φως περνάει από μέσα τους, πώς το είχε πει ο e.e. cummings, ούτε καν η βροχή δεν έχει τόσο μικρά χέρια είχε πει.

Μόνο τα μάτια του ήταν μεγάλα. Κοιτούσε τους πάντες εξονυχιστικά μέχρι που μάθαινε όλες τους τις επιθυμίες (ή όλους τους τους φόβους, είναι εξ άλλου το ίδιο) κι έσπευδε να τις πραγματοποιήσει. Άρχισε να μιλάει για να τους πει όλα όσα ήθελαν ν’ ακούσουν. Ήταν όλοι ξετρελαμένοι. Άρχισε να μετράει γιατί διαπίστωσε πως υπήρχε ένα παιχνίδι που άρεσε σ’ όλους: τους ζητούσε να του πουν έναν οποιονδήποτε αριθμό κι αυτός τους έλεγε αμέσως τον αμέσως μεγαλύτερο, όσο μεγάλος και να ήταν ο αρχικός αριθμός. Κρατούσε στη μνήμη του όλα όσα χρειάζονταν για να τους κάνει τα δώρα που ορκιζόντουσαν πως δεν είχαν πει σε κανέναν πως ήθελαν. Ήταν απελπιστικά εύκολο.

Τα πάντα ήταν απελπιστικά εύκολα. Στην πρώτη δημοτικού άρχισε να πειραματίζεται σεξουαλικά. Αιώρησε τον εαυτό του κρεμώντας τον απ’ το ταβάνι με άγκιστρα περασμένα στο δέρμα της πλάτης του δύο χρόνια αργότερα. Το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία εν είδει ‒ στεγνού λόγω ηλικίας ‒ οργασμού. Στην τετάρτη δημοτικού άρχισε να κρατάει την αναπνοή του συστηματικά. Κάπου στα μέσα της πέμπτης δημοτικού την είχε ήδη κρατήσει για ένα χρόνο, αλλά βαρέθηκε, σταμάτησε, κι αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τα μαθηματικά. Όταν μπήκε στην εφηβεία συνειδητοποίησε πως η αφαίρεση και η γραμμική σκέψη οδηγούν σ’ έναν άσπρο τοίχο που δεν αρχίζει και δεν τελειώνει ποτέ και πουθενά (αν όμως περπατήσεις αρκετά κατά μήκος του μπορεί να πέσεις πάνω στο μοναδικό του γκραφφίτι ‒ λέει «FUCK YEAH AXIOMS» με μεγάλα κόκκινα γράμματα), και στράφηκε στην ποίηση (δεν νομίζω να υπάρχει λόγος να πω «στη μεταφυσική ποίηση» μιας και όλη η ποίηση είναι κατ’ ουσία μεταφυσική) και στην εμπειρική γνώση.

Παρέμεινε πιο μικρόσωμος απ’ όλα τ’ άλλα αγόρια, και από τα περισσότερα κορίτσια. Στο γυμνάσιο έτρωγε πολύ ξύλο γιατί η μέση του και οι καρποί του φαίνονταν πάντα έτοιμοι να σπάσουν, αλλά πολλά χρόνια μετά θυμάται τα σχολικά του χρόνια ως πολύ ευτυχισμένα χάρη στη σωτήρια αναξιοπιστία της μνήμης. Γνωρίζει βέβαια όλα όσα η ανθρωπότητα έχει καταφέρει να μάθει για τη μνήμη, αλλά αυτό δεν έχει καμμία σημασία στην πράξη.

Στο λύκειο ψήλωσε απότομα (τα δάχτυλά του παρέμειναν λεπτά και διάφανα σαν οπτικές ίνες, απλώς δεν τα πρόσεχε κανείς πια). Κατάφερνε να πίνει περισσότερο απ’ όλους τους άλλους αλλά να μένει όρθιος, να τους πηγαίνει όλους στα σπίτια τους σώους και αβλαβείς και να τους χαϊδεύει τα μαλλιά όσο ξερνούσαν. Αρίστευσε στο πανεπιστήμιο καταπίνοντας και εισπνέοντας τα πάντα (όχι μόνο ό,τι έβρισκε μπροστά του, αλλά και ό,τι έβρισκε μετά από ενδελεχή έρευνα) και ξαπλώνοντας ανάμεσα στις γραμμές των τραίνων καθώς αυτά βρυχώνταν και ούρλιαζαν και δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια του ακουσίως. Όποιον και να ρωτούσες θα σου έλεγε πως δεν κοιμάται ποτέ.

Τώρα κοιμάται συνέχεια. Προς έκπληξη όλων δεν έχει καταφέρει να γίνει ένα Υγιές, Ενεργό Κύτταρο της Κοινωνίας Μας. Όταν είναι ξύπνιος φτιάχνει κολλάζ από την Α’ Επιστολή προς Κορινθίους, το Κεφάλαιο και το Έντγκεημ με τη γλώσσα. Δεν ξέρει να κάνει σεξ, γαμάει και γαμιέται μόνο κάνοντας έρωτα. Ο σφυγμός του είναι άρρυθμος και πολύ γρηγορότερος απ’ το φυσιολογικό. Λέει πως είναι πάντα κουρασμένος ‒ είναι κουρασμένος συχνά. Νοιώθει μια συγγένεια με τους παράξενους βόμβους, τα μπάσσα βουητά και τους μακρόσυρτους υψίσυχνους ήχους και συνήθως προσποιείται πως δεν ξέρει γιατί.

(Δεν ξέρω τι θα γίνει μετά. Ίσως είναι καλύτερα έτσι.)

Μια νύχτα που νύχταζε* πάρα πολύ, λίγο πριν κοιμηθεί ή λίγο αφού την είχε πάρει ο ύπνος (αυτή η γραμμή εξ άλλου είναι λεπτή και ρευστή, σαν κλωστή από μέλι), ευχήθηκε να καταγράφονται τα όνειρά της από μόνα τους, κάθε νύχτα.

Το άλλο πρωί καθώς έστρωνε το κρεββάτι της (ήταν απ’ αυτές τις μέρες που από το πρωί φωνάζουν, προμηνύουν και προοικονομούν λειτουργικότη) βρήκε κάτω απ’ το μαξιλάρι της ένα τετράδιο που δεν είχε ποτέ ξαναδεί. Ήταν μια παραλλαγή του σχολικού μπλε τετραδίου: καφέ, εξ ολοκλήρου χάρτινο (με αυτοκόλλητη ετικέττα και εξώφυλλο από χαρτί σε αντίθεση με το πλαστικό μπλε), ούτε ολοκαίνουριο αλλά ούτε και πάρα πολύ ταλαιπωρημένο.

Το άνοιξε φυσικά. Οι πρώτες τρεις σελίδες ήταν πυκνογραμμένες και οι υπόλοιπες κενές. «Ο Τζος Γουήντον είχε βγάλει μια νέα σειρά», άρχιζε. Συνέχιζε με την περιγραφή του πρώτου επεισοδίου που ήταν πραγματικά σαν Γουήντον (με μια μικρή δόση Λυντς, ίσως). Ήταν η σειρά του Ζάντερ. «Η ασυνήθιστη ζωή ενός συνηθισμένου ανθρώπου». Στο πρώτο επεισόδιο τον απήγαγε μια συμμορία με αερόστατα γιατί ήξερε πολλά για το μεταφυσικό και μιας και δεν είχε ο ίδιος υπερφυσικές δυνάμεις ήταν εύκολος στόχος. Η συμμορία έβαφε τα αερόστατά της με ένα ειδικό μωβ χρώμα, μια ειδική μπογιά για υφάσματα, που τα έκανε αόρατα αλλά ταυτόχρονα παρέμεναν μωβ.

Λεγόντουσαν «Οι Πειρατές των Σχετικά Χαμηλών Στρωμάτων της Ατμόσφαιρας, Δηλαδή Κυρίως της Τροπόσφαιρας» ή και «ΟΠΣΧΣΑΔΚΤ». Ως αναμενόμενο, φορούσαν ρούχα εποχής με ένα στήμπανκ τουήστ και αφθονία χρωμάτων (για να καμουφλάρονται ανάμεσα στα ξένα ή εχθρικά αερόστατα ‒ μιας και τα αερόστατα όπως όλοι ξέρουν είναι πάντα χρωματιστά).

Δεν ήθελαν να κάνουν κακό στο Ζάντερ ‒ αλλά δεν νομίζω να σκοτιζόντουσαν** άμα του συνέβαινε κάτι κακό παρεμπιπτόντως˙ ήθελαν απλά να μάθουν ό,τι ήξερε για τη μαγεία γιατί έκαναν συλλογή από μαγικές γνώσεις. Ένα απ’ τα όνειρά τους ήταν να ελέγχουν τον καιρό ‒ να παρκάρουν τ’ αερόστατά τους πάνω από μια πόλη και να εξαπολύουν πάνω της ηλεκτρικές θύελλες, χρωματιστούς ήλιους, βροχή από ουράνια τόξα και χαλάζι από ηλιοτρόπια. Θα μπορούσαν τέλος πάντων να του είχαν συμβεί και πολύ χειρότερα. Ή μάλλον, του είχαν συμβεί ήδη πολύ χειρότερα, πολλές φορές (τόσα χρόνια στη Μπάφφυ), και φαινόταν να το διασκεδάζει.

Κάποια στιγμή αποκαλύπτονταν*** πως απλά ονειρευόταν περιπέτειες γιατί τελευταία η ζωή του παραήταν συνηθισμένη, ακόμα και για έναν συνηθισμένο άνθρωπο ‒ εξ άλλου οι συνηθισμένοι άνθρωποι βαριούνται τις συνηθισμένες ζωές τους κατά κόρον. Το τέλος δεν ήταν πολύ ξεκάθαρο. Υπήρχε ένα πρόβλημα σχετικά με την πραγματικότητα: ξεγλιστρούσε συνέχεια (αυτό το πρόβλημα βέβαια είναι γενικευμένο, γι αυτό και κάποιοι έχουν αποφασίσει να την μετονομάσουν σε πραγματικόπιττα, πράγμα που ηχεί σωστό παρ’ όλο που οι πίττες δεν παρουσιάζουν συχνά τέτοια συμπτώματα αστάθειας). Όταν η σειρά του Γουήντον ήταν αληθινή, δεν ήταν τίποτε άλλο αληθινό. Όταν ο Ζάντερ ήταν αληθινός, δεν ήταν ούτε η σειρά ούτε οι πειρατές αληθινοί. Όταν οι πειρατές ήταν αληθινοί ήταν αληθινός ο Ζάντερ, αλλά όχι η σειρά, κ.ο.κ. Αυτή η ακολουθία σκέψεων την έκανε να νοιώθει άβολα για προφανείς λόγους ‒ και φυσικά το ερώτημα του τι ήταν αυτό το τετράδιο και τι δουλειά είχε κάτω απ’ το μαξιλάρι της παρέμενε.

Με αμείωτη λοιπόν περιέργεια, αφού ξαναδιάβασε μια φορά το κείμενο και έδιωξε μακρυά και αυθαίρετα τις αμφιβολίες για τη δική της ύπαρξη, τύλιξε το τετράδιο στο σεντόνι και την κουβέρτα και το έβαλε στη ντουλάπα μαζί με το μαξιλάρι (μια από τις συμβάσεις του μικρού της δωματίου ήταν πως το κρεββάτι όταν δεν τελούσε χρέη κρεββατιού συστηνόταν ως καναπές), σήκωσε το δικό της τετράδιο από το πάτωμα, έριξε μια ματιά στις τρεις σελίδες που είχε γράψει πριν κοιμηθεί (τέλειωναν με την επιθυμία να καταγράφονται τα όνειρά τους από μόνα τους κάθε νύχτα) γιατί δεν είχε καταφέρει να γράψει το πρωί της προηγούμενης μέρας, έκανε καφέ και πρωινό, αποφάσισε ν’ ακούσει το Σαμποτάζ, γύρισε σελίδα κι άρχισε να γράφει τις τρεις πρωινές σελίδες της ημέρας.

*τέτοια τάυποουζ δεν είναι για να διορθώνονται
**η νέα ελληνική γλώσσα είναι ένα ανέκδοτο
*** idem

Νωρίς το πρωί στα Έβερεστ του σιδηροδρομικού σταθμού Λαρίσης ένας κάπως ασουλούπωτος άντρας γίνεται ήρωας γιατί έπιασε ένα αποπροσανατολισμένο περιστέρι που είχε μπει κατά λάθος μέσα στο μαγαζί και το έβγαλε έξω. Ο συνδυασμός της αρχετυπικής εικόνας των χεριών που ανοίγουν για ν’ αφήσουν ένα πουλί να πετάξει, ο ήχος των φτερών και κυρίως το ότι κανένας απ’ όσους κάθονταν στα γύρω τραπέζια δεν είχε αγγίξει ποτέ κάποιος ζώο εκτός από σκύλο, γάτα (ίσως και χάμστερ) και δεν μπορούσε να φανταστεί πώς καταφέρνει κανείς να πιάσει ένα πουλί τους έδινε πρόσβαση σε ένα θαύμα. Όλοι χαμογέλασαν – οι περισσότεροι χαμογέλασαν και με τα μάτια.

Αμέτρητα άλλα θαύματα τριγύρω χασμουρήθηκαν νωχελικά και στριφογύρισαν κάτω απ’ τα λευκά σεντόνια τους. Παρ’ όλο που ήταν καλυμμένα, αρκετά απ’ αυτά είχαν πάνω τους ένα λεπτό στρώμα σκόνης. Κάποια, αυτά που στριφογύριζαν κυρίως, περίμεναν με ανυπομονησία τ’ αποκαλυπτήρια, κάποια δεν το σκέφτονταν, και κάποια δεν περίμεναν πια (τα δύο τελευταία είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους γιατί το να μην περιμένει κανείς πια είναι ένα ιδιαίτερο είδος ανθεκτικής αναμονής). Μερικά απλώς κοιμόντουσαν. Ήταν ακόμα πολύ νωρίς το πρωί.

Είχε ξημερώσει αλλά δεν είχε βγει ο ήλιος. Ο ουρανός είχε περίπου το ίδιο χρώμα με το πεζοδρόμιο. Οι άνθρωποι που μόλις είχαν κατέβει απ’ το τραίνο ήταν χωρισμένοι σε δυο μεγάλες κατηγορίες: σ’ αυτούς που κουβαλούσαν βαλίτσες με ροδάκια και στους άλλους, με τα σακκίδια στην πλάτη. Έξω απ’ το τζάμι όμως ήταν χωρισμένοι σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: σ΄ αυτούς που πετούσαν φαγητό στα σκουπίδια, σ’ αυτούς που έψαχναν φαγητό στα σκουπίδια και στους ταξιτζήδες που έψαχναν πελάτες. Όσοι έκαναν αυτή τη δουλειά για πολύ καιρό είχαν κίτρινα δάχτυλα επειδή με τα χρόνια το ταξί ξέβαφε πάνω τους καθώς ανοιγόκλειναν το πορτ μπαγκάζ και την πόρτα.

Όμως και μέσα και έξω, πριν κανείς διακρίνει οποιαδήποτε άλλη κατηγοριοποίηση έβλεπε πως οι άνθρωποι ήταν χωρισμένοι σε άντρες και γυναίκες, με αυτή τη σειρά μάλιστα. Το έβλεπε τόσο νωρίτερα από οτιδήποτε άλλο που ξεχνούσε πως το είχε δει (π.χ. «ένας ασουλούπωτος άνδρας») σχεδόν αμέσως, μόλις κάτι άλλο, οτιδήποτε (ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα κουλούρι, ένα γκραφφίτι, μία πατημένη τσίχλα, ένα λεωφορείο), έπαιρνε τη θέση του χωρίς να χρειαστεί καν να περιμένει στην ουρά ή να σπρώξει.

Ένα πάτωμα πιο πάνω, όμως, στις τουαλέττες, ο γέρος που καθόταν απ’ έξω ρυθμίζοντας την κίνηση και διαμοιράζοντας χαρτί υγείας με την ελπίδα να βγάλει ό,τι έχουμε ευχαρίστηση ερχόταν αντιμέτωπος με την Ε. που ήταν μια γυναίκα με βαρειά φωνή, φτωχό μπαμπά και τον λάθος εξοπλισμό την οποία ο κόσμος συνήθως αντιμετώπιζε ως έναν άντρα ντυμένο με γυναικεία ρούχα, και σ’ ένα άλλο κομμάτι της ιστορίας ένα απ’ τα θαύματα που δεν περίμεναν πια κρυμμένο κάτω από ένα σεντόνι. Για το γέρο βέβαια ήταν κυρίως ένα λογικό πρόβλημα: κοιτούσε τις δυο πόρτες μπροστά του και δεν ήξερε προς ποια να δείξει, σκόνταφτε πάνω στους περιορισμούς του δυϊσμού και της νεκρικής ακαμψίας του κοινωνικού φύλου χωρίς να ξέρει τι είναι όλα αυτά, και ευχόταν να είχε πιει λίγο παραπάνω καφέ και να ήταν λίγο πιο αργά το πρωί.

Η Ε. ήξερε αναγκαστικά αρκετά περισσότερα για όλα αυτά, αλλά επειδή ζούσε σ’ έναν πολύ χειρότερο κόσμο απ’ ότι οι περισσότεροι επιβάτες του τραίνου τελευταία είχε αποφασίσει να μιλάει και να γελάει αποκλειστικά δυνατά για να μην ακούει τη μαλακία του καθ’ ενός και να μην παίρνει και πολλά πράγματα στα σοβαρά. Έλυσε το πρόβλημα του γέρου πηγαίνοντας στην τουαλέττα που άδειασε πρώτη και καθώς τελείωνε το κατούρημα σκέφτηκε για μια στιγμή πως ο ουρανός σήμερα είχε το ίδιο χρώμα με το πεζοδρόμιο και μετά θυμήθηκε το στιγμιότυπο με το περιστέρι.

Σήμερα με ξύπνησε η φωτιά και για να τη σβήσω πετούσα πάνω της λέξεις. Το κατάλαβε και το αίμα κι έτρεξε από αλληλεγγύη σαν καταρράχτης. Δεν ήξερα τι ώρα είναι – είχα ένα πυρηνικό ρολόι που όταν το χάιδευες με τα δάχτυλα σου έλεγε την ώρα, αλλά δοκίμασα να το χαϊδέψω και δεν έγινε τίποτα, και συνέχιζε να μη συμβαίνει τίποτα όσο το έτριβα σα λυχνάρι (το να το τρίψω έτσι ήταν η δεύτερή μου σκέψη). Ύστερα σκέφτηκα να το τρίψω σα τζίνι αλλά δεν είχα ποτέ δει τζίνι από κοντά κι εγκατέλειψα αμέσως την ιδέα.

Ο υπόλοιπος κόσμος κοιμόταν. Είχαν ξεφυτρώσει από παντού αιώρες, κι ήταν όλες γεμάτες με ανθρώπους που ροχάλιζαν, άλλοι δυνατά, άλλοι μετά βίας ακούγονταν, αλλά όλοι ροχάλιζαν. Κάτω από ένα δυο απ’ αυτές ροχάλιζαν και μερικά σκυλιά. Αποφάσισα να μη δώσω σημασία και να κατέβω σιγά σιγά προς τη θάλασσα. Ήμουν ακόμα ντυμένη από το προηγούμενο βράδυ, φορούσα ένα ανακυκλώσιμο φόρεμα φτιαγμένο από κουτάκια μπύρας, κι από μέσα το μαγιώ. Είχε πάρει το μάτι μου άλλη μια κοπέλα που είχε αυτό το φόρεμα στο κάμπινγκ. Μ’ αρέσει όταν συμβαίνει αυτό, ενώ έχω ακούσει άλλες να θυμώνουν. Εκτός από το ίδιο φόρεμα αυτή η κοπέλα είχε και το ίδιο όνομα. Δεν της το είχε βέβαια δώσει ο ίδιος άνθρωπος – εμένα μου το είχαν δώσει πάνω στην κορυφή ενός βουνού σχετικά πρόσφατα – αλλά ήθελα να της μιλήσω. Τ’ όνομά μας δεν είναι και πολύ συνηθισμένο.

Χτένισα λίγο τα μαλλιά μου για να φύγουν τα πολλά κοχύλια, γέμισα το μπουκάλι μου με νερό και πήγα προς την τραπεζαρία. Κανείς δεν είχε κατέβει για πρωινό. Μόνο κάτι γάτες δάγκωναν παιχνιδιάρικα τον τροχό της τύχης που εδώ και αρκετές μέρες ήταν ένα μεγάλο μπισκόττο, αλλά δεν νιαούριζαν οπότε δεν ξέρω αν ήταν καν ξύπνιες. Άλλαξα το μπουκάλι με το νερό μου μ’ ένα μπουκάλι γάλα, κι άρχισα να δαγκώνω το μπισκόττο βιαστικά – τελικά πεινούσα. Οι γάτες δεν έδειξαν ενδιαφέρον. Συνέχισα να δαγκώνω και να μασουλάω μέχρι που σιγά σιγά μαζεύτηκαν κι άλλες, γέμισαν τις καρέκλες και τα τραπέζια, τους διαδρόμους ανάμεσα, δύσκολα έβρισκες χώρο να περπατήσεις, όλη η τραπεζαρία είχε γεμίσει. Μόλις χόρτασα αποφάσισα να φύγω. Οι γάτες συνέχισαν να μη δίνουν σημασία. Τα κουτάκια μπύρας γύρω απ’ τη μέση μου είχαν γεμίσει τρίμματα, αλλά το μπισκόττο άξιζε. Όταν γύρισα το κεφάλι μου πίσω να ρίξω μια τελευταία ματιά είχε ήδη ξαναγίνει ολόκληρο και γύριζε γύρω γύρω παρ’ όλο που δε φυσούσε ίχνος αέρα.

Όσο πλησίαζα προς τη θάλασσα τόσο λιγόστευαν οι αιώρες, αλλά όλο και πετύχαινα κάποιον κοιμισμένο. Το βουητό απ’ τα ροχαλητά έδινε τη θέση του στον ήχο της αναπνοής της θάλασσας. Εισπνοή, εκπνοή. Όλα τα φύκια, τα ψάρια και τα όστρακα ανέπνεαν μαζί, σαν να είχαν συνεννοηθεί από πριν. Μόνο τα δελφίνια ανέπνεαν διαφορετικά και πηδούσαν πού και πού πάνω απ’ το νερό. Ξέπλυνα το μπουκάλι μου και το γέμισα αλάτι. Ο ήλιος είχε μόλις αρχίσει να σηκώνεται και η άμμος δεν ήταν καθόλου κατηφορική, ήταν ήδη στο ύψος της θάλασσας, η θάλασσα ήταν η φυσική της συνέχεια. Ήταν πολύ νωρίς για να πετάξω πετραδάκια, και σίγουρα πολύ νωρίς για να κολυμπήσω. Δεν ήθελα να σκίσω το νερό με κανέναν τρόπο. Σκέφτηκα πως έρχεται απ’ τις βροχές και τα βουνά, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήμουν καθόλου σίγουρη. Αυτό το νερό ήταν τόσο ακίνητο που δε φαινόταν να έρχεται από πουθενά, απλώς ήταν. Έβγαλα το φόρεμα και ξάπλωσα μπρούμυτα. Τα δάχτυλα των ποδιών μου σχεδόν ακουμπούσαν τη θάλασσα. Έβαλα τ’ αυτί μου στην άμμο μέχρι που την άκουσα κι αυτήν ν’ αναπνέει, ελάχιστα πιο αργά απ’ το νερό. Κάθε εκπνοή της είχε μέσα ένα μικρό ηφαίστειο. Σκέφτηκα να κοιμηθώ λιγάκι εκεί μέχρι να σηκωθεί λίγο ψηλότερα ο ήλιος και να τον νοιώσω στην πλάτη, αλλά φοβόμουν την παλίρροια. Παρ’ όλα αυτά αφέθηκα να με πάρει ο ύπνος. Σκέφτηκα πως έρχεται κυλώντας μέσα σε κάτι αυλάκια πίσω απ’ τα μάτια μου, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήμουν καθόλου σίγουρη. Μ’ άρεζε ν’ ακούω τις ανάσες να σηκώνονται και να πέφτουν. Αναρωτήθηκα μήπως η δική μου ανάσα ενοχλούσε την άμμο.

Δυο γοργόνες
ισορροπούν στις ουρές τους
απέναντι
πάνω σε γύψινα κολωνάκια
εκκλησάκι 99 ευρώ
χώμα 1 ευρώ

ξέρεις τι διαφθορα υπάρχει στην επαρχία;
αυτή που μένει στη στροφή στον Άγιο Αθανάσιο
την πιάσανε στο κρεββάτι με τον κηπουρό
δυο αστροναύτες
με πυρίμαχες στολές
άσπρες
τους καημένους
τους έκοψαν τα βαρέα κι ανθυγιεινά
και τα μαλλιά τους
για να μη μοιάζουν με τον Ιησού
δεν είναι μπάτε σκύλοι αλέστε το κατ’ εικόνα

κρέατα πουλάει ο άντρας της
βγάζει λεφτά τι θαρρείς εσύ
κέρματα χαρτονομίσματα
τα κέρματα τα κρατάνε στο σπίτι
για να πετροβολάν ρουφιάνους
γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια
πέφτουν
δεν έχει χώρο πάνω στην τηλεόραση επειδή είναι φλατ σκρην

πάλι καλά που δεν κάνανε και κανένα παιδί

έλα ν’ αγαπηθούμε
σε πεδιάδες ανάλυσης μηδενικής
μόνο σημείο επαφής
τα ψευδοπόδια του εγώ μας

έλα ν’ αγαπηθούμε
στις παρυφές της ηθικής
χωρίς το στίγμα της ντροπής
των μικροαστικών των εαυτών μας

αποδομητικά πουλιά
σκίζουν τους ουρανούς της πόλης
κι αν πεις πως ήμουνα καριόλης
κάτι δεν έκανες σωστά

αποδομητικά πουλιά
θα πει αγάπη στο περίπου
κι αν έψαχνες το ακριβώς
κουκλίτσα μου διαφωτισμός
διαφωτισμός

έλα ν’ αγαπηθούμε
στον μέσα χώρο της στιγμής
στο κλείσιμο μιας εποχής
στο επέκεινα των εαυτών μας

αποδομητικά πουλιά […]

έλα ν’ αγαπηθούμε
μέχρι να βαρεθούμε
έλα ν’ αγαπηθούμε
αλλά όχι και πάρα πολύ

~

[Όταν η Λουίζα Δολόξα συναντάει την Αγία Κοάλα.]

Αν δεν μπορώ να περπατήσω
όταν έρθει η ώρα
θα πω να με φέρουν σηκωτή
με το κρεββάτι
με τον ουρανό
σαν πριγκήπισσα
μιας άγριας ανατολής
θα έρθω μ ένα καραβάνι
κόκκινους
και χρυσούς ελέφαντες
όταν έρθει η ώρα
κάτω από ένα ξεχαρβαλωμένο σανίδι
στο πάτωμα
έχω κρύψει μικρά πουλιά
που δεν μπορούν
να βγάλουν το χειμώνα
τά χω κρύψει καλά
καμμιά φορά πεταρίζουν
και με ξυπνάνε
τη νύχτα
ανοίγω τα μάτια
και βλέπω ένα παιδί-αυτοκράτορα
να κάνει νόημα
με το χέρι
κι ένα κεφάλι
να κυλάει στο χώμα.

Ανάμεσα στους παλμούς – ό,τι υπάρχει εκεί μου παίρνει κάτι, ξεκολάει κάτι από πάνω μου, από μέσα μου, ανάσες, τρίχες, ξεραμένα κομμάτια λάσπης. Κοιτάω προς το σκοτάδι, διακρίνονται άνθρωποι που δε με ξέρουν, δεν τους ξέρω, άνθρωποι που γνώρισα κάποτε και όταν πέθαναν αντικαταστάθηκαν από άλλους που δεν τους μοιάζουν.

Ανάμεσά τους ο μεγάλος νεκρός που γύρισε στη ζωή με μια έκρηξη κρότου λάμψης προσπαθεί να χορέψει αδέξια μα είναι άλλος, γύρισε κάτω απ’ τον ουρανό με δυο πόδια, δυο χέρια κι ένα κεφάλι αλλά η υφή του δέρματός του είναι διαφορετική, είναι παραγεμισμένος με ακατανόητες ουσίες κι εκεί στις κόγχες που κάποτε ήταν τα μάτια του φωσφορίζει μια ξένη λέξη που επαναλαμβάνεται μέχρι να χαθεί.

Έχοντας έντονα την αίσθηση πως δεν έχω πεθάνει ακόμα συνεχίζω να χορεύω αφήνοντας πίσω μου ό,τι ξεφλουδίζει και πέφτει, φυτεύοντας κάτω βουναλάκια από αταίριαστες αφηγήσεις, προσεχτικά κομμένα στρογγυλά νύχια, σίδερα και λέπια δράκων.

Όταν χτυπάει η καμπάνα καταλαβαίνω πως η νύχτα έχει τελειώσει. Αν πρέπει να ξημερώσει κάπου καλύτερα να ξημερώσει εδώ. Ο ήλιος προστάζει να σταματήσει η κίνηση και τα μάτια μου σαρώνουν το έδαφος αδιάφορα. Δεν θα έρθουν οδοκαθαριστές, θα τα μαζέψουμε εμείς. Λίγη ώρα μετά ζωντανοί και πεθαμένοι κατεβαίνουν το λόφο τρέχοντας προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν κατσαρίδες. Μερικοί ποτίζουν τα άγρια φυτά με τα δερμάτινα φύλλα δίπλα στον ξύλινο φράχτη. Τρία καπέλα κουτρουβαλάνε το λόφο μαζί με μας, το ένα γεμάτο με αριθμούς, το άλλο με λέξεις, και το τρίτο με οικοδομικά υλικά και αποτσίγαρα.

Θες ένα; Μου λέει κάποιος με μακρυά μαλλιά. Έτσι κι αλλοιώς θα κάνω μπάνιο, του λέω και φοράω το τρίτο καπέλο λίγο στραβά.

Έκανα μπάνιο τελικά αλλά δεν έπλυνα τα μαλλιά μου. Κοιμήθηκα με το καπέλο. Το πρωί καθώς κοιμόμουν βγήκε από μέσα κάτι φριχτό που μου δάγκωνε το στέρνο και τα δάχτυλα, μια ζωγραφιά με ανάποδη βαρύτητα που παραλίγο να με σκοτώσει και μια κοπέλα που με φίλησε και μου έδειξε τα δόντια της φιλικά.

Και τη νύχτα, αααχ, τη νύχτα, τη νύχτα οι κροκέτες τραγουδούσαν! Άρπαζαν η μια την άλλη απ’ τη μέση με τα αόρατα χέρια τους και χόρευαν τραγουδώντας και πήδαγαν και γέλαγαν και σκαρφάλωναν στα δέντρα και στους στύλους της ΔΕΗ. Όσες δεν ήθελαν να χορέψουν πέταγαν τραπουλόχαρτα η μια στην άλλη σφυρίζοντας, κι όσες δεν ήξεραν να σφυριζουν κοπανούσαν κατσαρόλες με ξύλινες κουτάλες. Τη μέρα φυσικά τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Βαθύς ύπνος έπεφτε στο δάσος και στους δρόμους και στα κενά ανάμεσα στις πολυκατοικίες που μοιάζουν με δρόμους αλλά δεν είναι (ή μήπως είναι; έχει περάσει πολύς καιρός κι ίσως να μη θυμάμαι καλά…). Βαθύς ύπνος έπεφτε και μέσα στο πηγάδι, μέσα στο γήπεδο, μέσα στο γουδί, μέσα στις ποντικοπαγίδες και στα περιοδικά. Βαθύς ύπνος έπεφτε και στο γκρεμό και μέσα στις τρομπέττες. Δεν άκουγες ούτε ροχαλητό, ούτε μουρμουρητό, ούτε καν ένα στριφογύρισμα. Δεν άκουγες τίποτε κι αναρωτιόσουν αν σου έκλεψαν τ΄αυτιά σου ή αν όντως δεν ακούγεται κιχ. Κι ύστερα πάλι ερχόταν η νύχτα, κάθε μέρα μια διαφορετική ώρα, άλλοτε μια ώρα φωτεινή, άλλοτε μια ώρα σκοτεινή, άλλοτε βροχερή κι άλλοτε στεγνή και λυπημένη. Και μερικές μέρες δεν ερχόταν, και τότε τα δέντρα έσκυβαν τα κλαριά τους κι αναστέναζαν, κι οι αναστεναγμοί τους έσπαγαν τη σιωπή κι άγγιζες τ’ αυτιά σου ανακουφισμένος, κι ήξερες πως η νύχτα δεν μπορεί ν’ αργήσει πολύ ακόμα, και πως όσο κι αν αργήσει (γιατί ακόμα και το λίγο μοιάζει πολύ όταν χάνεται) θα ξανάρθει.